Αγαλματωμένος- Κείμενο Νικητή διαγωνισμού γραφής

13/03/2017

Αγαλματωμένος

 

Του έλειπαν δυόμιση ευρώ και το χαμόγελο της. Έτσι αποκρίθηκε αστειευόμενα, όταν ρώτησα τι του λείπει πάνω της. Δεν ήταν τα κλειδιά σου στη πόρτα, για άλλη μια φορά. Βολικές ψευδαισθήσεις και η επακολουθούμενη απογοήτευση σερί, σαν κακό punchline από παλιό κόμιξ. Ξανά και ξανά. Διαδικασία που πια έχει πάρει δικό της τέμπο. Εισπνοή, εκπνοή. Χαρούμενο εμότικον. Λυπημένο εμότικον. Και αυτό το στομάχι πια. Θαρρείς και κάποιος πλέκει εκεί μέσα.

Βελονιά μετά τη βελονιά επαγρυπνώ αγαλματωμένος. Ακόμα εκεί. Αρνούμαι να σηκωθώ. Αρνούμαι να σκεπαστώ. Το κινητό δίπλα. Δεν κάνω τον κόπο. Ρίγος πεπλώνει και το τρέμουλο δεν σταματά. Η σιωπή και εσύ συνεννοημένα άφαντοι. Όλα όμως ήταν σε άπταιστη αρμονία.

Τα αυτοκίνητα βούιζαν το μηχανικό άσμα τους. Το φώτα τους άπτονταν σε σχήματα στο ταβάνι και έσβηναν. Κόρνες αντηχούσαν. Τυχαίες φράσεις από μισοτελειωμένες συζητήσεις περαστικών αντηχούσαν και αυτές με τη σειρά τους. Μύριζε ψωμί. Μια συμφωνία σύνθετη με τόσο αξιοζήλευτη συμμετρία που θα έκανε τον πιο τρανό τενόρο να συγκινηθεί και να κλάψει σαν παιδί. Ο χρονισμός ήταν άψογος.

Αφέθηκα σε αυτόν και τον βάφτισα μητρική αγκαλιά. Κάθε μυς του σώματος μου ήταν πια βυθισμένος στην αδράνεια. Κοιμόταν, όλως παραδόξως. Εγώ πάλι, όχι. Είμαι ωστόσο σίγουρος ότι το γνωρίζεις ήδη αυτό. Ένα σκηνικό σε επανάληψη. Κάπως πρέπει να ψυχαγωγηθώ, δεν βρίσκεις; Λίγες ώρες πιο πριν, αμίλητοι και περιμέναμε το φανάρι. Χτυπούσες το δάχτυλο σου στην άκρη του τιμονιού. Απεχθάνομαι όταν το κάνεις αυτό. Ψιχάλιζε.

– Κοντεύουμε καθόλου;

Πλήθος βιάζεται και περνάει τον δρόμο. Μαγαζιά κατεβάζουν τα στόρια τους και σκοτεινιάζουν.

– Δεν εξαρτάται από μένα αυτό.

Ειρωνικό. Τρέφεσαι με ισχύ. Και αυτήν παίρνεις. Έχεις μάθει το παιχνίδι μια και ανακατωτά.  Και βρισκόμαστε πάλι στο ίδιο σημείο. Το επεισόδιο έχει τελειώσει, η σεζόν συνεχίζεται. Καρφιτσωμένος ο μικρός αμήχανος. Η μουσική δεν τον κάνει να ξεχνιέται. Στους φίλους δεν θέλει να κλαφτεί. Οι ταινίες παραείναι ατελείωτες απόψε. Αγαλματωμένος λοιπόν. Εισπνοή, εκπνοή. Δεν παλιώνει;

Ο χρόνος κυλάει και οι ενοχές καταφθάνουν. Πόσο άψογη η ζωή χωρίς αυτές; Σώσε γρήγορα τον λιπόθυμο πνιγμένο, προειδοποιούσαν. Βγάλε τον στη στεριά, πίεσε του το στήθος, δώσε του το φιλί της ζωής. Μην τον αφήσεις να πεθάνει. Εσύ όμως χάζευες τον ήλιο εκείνη την ώρα. Και ο πνιγμένος αφέθηκε και αυτός προς τα κάτω, στην δική του μητρική αγκαλιά που δεν ήταν άλλη από το νερό.

Κοιτάω την ώρα.  Του έλειπαν δυόμιση ευρώ και το χαμόγελο της. Εσύ όμως φαντάζεις ουτιδανή ανάμνηση. Φλασιά νοσταλγική και σε λούπα. Οι καμπύλες της σιλουέτας σου όταν στηνόσουν, με το σεντόνι σαν παλιρροϊκά κύματα σατέν. Ο γνώριμος μορφασμός σου όταν προσπαθούσες να μην γελάσεις αντικρίζοντας με στο βάθος του καθρέφτη, μπρούμυτα ξαπλωμένο γνωρίζοντας ότι προσποιούμουν τον κομισμένο, το βλέμμα μου πάγωνε πάνω σου ακράδαντο. Το απατηλά αλαφροΐσκιωτο νάζι στην φωνή σου κάθε φορά που σου πείραζα τα μαλλιά. Θαρρείς ήταν βγαλμένο από κάποια απόκρυφη ιστορία του Νάμποκοφ. Η διαχυτική και αξιοζήλευτη σου ξεγνοιασιά με την οποία διάσχιζες το υπνοδωμάτιο αλλά και κάθε άλλο μέρος που τυγχάνει να βρίσκεσαι σάμπως και είχες ποτέ σου έννοια την υπόληψη που σε αμαύρωνε σαν αόρατο ερυθρό άλφα στο στήθος;  Κάθε σου στιγμιαία λαχτάρα, σφαχτάρι της αιώνιας δίψας σου που ποτέ δεν ικανοποίησα. Και το ήξεραν.

Η καταχθόνια εξισορρόπηση αθωότητας και βρωμιάς που σε περίβαλε και ο τρόπος που μόστραρες τις δίπολες πτυχές σου με την ορχηστρική σχεδόν μαεστρία όποτε έβρισκες θεμιτό. Τέσσερις και είκοσι εφτά το πρωί. Είναι αλήθεια, ποτέ μου δεν άκουγα ιδιαίτερα καλά. Αλλά θα ορκιζόμουν ότι ήταν το χαρακτηριστικό γρατζούνισμα των κλειδιών σου. Και ο αέρας μύριζε βροχή.

Γιώργος Ασκαλίδης

1ο βραβείο μαραθώνιου διαγωνισμού γραφής

“Λέξεις σε πραγματικό χρόνο”